- Σάλιοι
- Ρωμαίοι ιερείς, που ανήκαν σε ενιαία οργάνωση ή αδελφότητα, την οποία αποτελούσαν δυο δωδεκαμελείς ομάδες που λέγονταν σάλιοι παλατίνοι και σάλιοι κολλίνοι. Οι ιερείς αυτοί υπηρετούσαν την τριάδα Ζευς, Άρης και Κουϊρίνος. Φορούσαν πολεμική στολή και ήταν οπλισμένοι με ξίφος, ακόντιο και ασπίδα, που λεγόταν «αγκύλιον» εξαιτίας του κυρτού σχήματος της. Οι ιεροί χοροί τους (σάλιοι σημαίνει χορευτές) που γίνονταν ορισμένες μέρες του Μαρτίου, είχαν επικεφαλής έναν κορυφαίο, τον οποΐο ακολουθούσαν οι άλλοι, επαναλαμβάνοντας τις κινήσεις του. Από τους θρησκευτικούς ύμνους τους σώζονται μερικά αποσπάσματα. Ο θεσμός των σάλιων ανάγεται στην εποχή του βασιλιά της Ρώμης Νουμά.
* * *(I)οι, ΝΑ1. καθένα από τα δύο δωδεκαμελή ρωμαϊκά ιερατεία, τα οποία, κατά τον Πλούταρχο, είχε ιδρύσει ο Νουμάς Πομπήιος και τών οποίων τα μέλη, που προέρχονταν από οικογένειες πατρικίων οι οποίες είχαν και τους δύο γονείς εν ζωή, τελούσαν ιεροτελεστίες συνοδευόμενες από χορευτικές επιδείξεις2. φρ. «Σαλίων ορχήσεις» — οι ορχηστρικές τελετές και χορευτικές επιδείξεις που διοργάνωναν οι Σάλιοι.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. Salii < ρ. salio «χορεύω», λόγω τού ότι τελούσαν ιεροτελεστίες συνοδευόμενες από χορευτικές επιδείξεις].————————(II)οι, Νφρ. «Φράγκοι Σάλιοι» ή «Σάλιοι Φράγκοι» — ομάδα φύλων φραγκικής καταγωγής που εγκαταστάθηκαν στις γύρω από τον Κάτω Ρήνο περιοχές τής Γερμανίας και που αναφέρονται για πρώτη φορά στους κατά τών Γερμανών πολέμους που διεξήγαγε ο Ιουλιανός από το 356 ώς το 360 μ. Χ.
Dictionary of Greek. 2013.